lie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
lie lies

lie (en)

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας lie
γ΄ ενικό ενεστώτα lies
αόριστος lied
παθητική μετοχή lied
ενεργητική μετοχή lying
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

lie (en)

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας lie
γ΄ ενικό ενεστώτα lies
αόριστος lay
παθητική μετοχή lain
ενεργητική μετοχή lying
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

lie (en)

Παράγωγα[επεξεργασία]



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

lie (fr) θηλυκό