καταπραϋντικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καταπραϋντικός < καταπραΰν(ω) + -τικός. Μορφολογικά αναλύεται σε κατα- + πραϋντικός.
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ka.ta.pɾa.in.diˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐τα‐πρα‐ϋ‐ντι‐κός
Επίθετο
[επεξεργασία]καταπραϋντικός, -ή, -ό
- που καταπραΰνει
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- καταπραϋντικά (επίρρημα)
- καταπραΰνω
→ και δείτε τις λέξεις κατά και πράος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- καταπραϋντικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- καταπραϋντικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)