κοίτη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κοίτη οι κοίτες
      γενική της κοίτης των κοιτών
    αιτιατική την κοίτη τις κοίτες
     κλητική κοίτη κοίτες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κοίτη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κοίτη[1] < κοι-, μεταπτωτική βαθμίδα του κεῖμαι[2] κατά ετεροίωση δηλαδή με μετατροπή του -ε σε -ο. < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱey- (κείμαι)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈci.ti/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κοί‐τη

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κοίτη θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • χωρισμός από τραπέζης και *κοίτης (αντί του ορθού κοιτώνος, κατ' ευφημισμόν)

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]



ζητούμενο λήμμα