κοσμία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /koˈzmi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κο‐σμί‐α
- τονικό παρώνυμο: κόσμια
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
κοσμία
- (λόγιο) παλιότερη μορφή του κόσμια: ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του κόσμιος
- ※ με βάση το Προεδρικό Διάταγμα 104 του 1979- η διαγωγή ενός μαθητή, όταν παρεκκλίνει «από την προσήκουσα», μπορεί να χαρακτηρισθεί (αντί της «κοσμιωτάτης») «κοσμία» και (ακόμη χειρότερα) «επίμεμπτη». (Διαγωγή κοσμία για την ελληνική Παιδεία, εφημερίδα Έθνος, 23/04/2020 [1])
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
κοσμία, συγκριτικός :κοσμιωτέρα, υπερθετικός : κοσμιωτάτη