κωδικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | κωδικός | η | κωδική | το | κωδικό |
γενική | του | κωδικού | της | κωδικής | του | κωδικού |
αιτιατική | τον | κωδικό | την | κωδική | το | κωδικό |
κλητική | κωδικέ | κωδική | κωδικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | κωδικοί | οι | κωδικές | τα | κωδικά |
γενική | των | κωδικών | των | κωδικών | των | κωδικών |
αιτιατική | τους | κωδικούς | τις | κωδικές | τα | κωδικά |
κλητική | κωδικοί | κωδικές | κωδικά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κωδικός < κώδικας
Επίθετο[επεξεργασία]
κωδικός
- που ανήκει ή αναφέρεται στον κώδικα
- κωδική λέξη
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κωδικός αρσενικό
- (πληροφορική) εν συντομία ο κωδικός πρόσβασης
Σύνθετα[επεξεργασία]
Υπώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κωδικός
πληροφορική
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ Ισχυρό Password – Τα Μεγαλύτερα Λάθη και οι Κίνδυνοι. Πρόσβαση 2021-07-17.