λευκοκυτταρικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λευκοκυτταρικός < λευκοκύτταρο + -ικός ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική leucocytaire)
Επίθετο[επεξεργασία]
λευκοκυτταρικός
- που έχει σχέση με τα λευκοκύτταρα ή αναφέρεται σ’ αυτά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λευκοκυτταρικός
|