λιγομίλητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /li.ɣoˈmi.li.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λι‐γο‐μί‐λη‐τος
Επίθετο
[επεξεργασία]λιγομίλητος, -η, -ο