μάλε βράσε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μάλε βράσε < φραστικό σύνθετο με τις προστακτικές «βάλε βράσε» με ανομοίωση των αρχικών συμφώνων[v].. [v]... > [m]... [v]... [1] [2]
- Κατά άλλη εκδοχή από αλβανική έκφραση σχετική με το θάνατο (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈma.le ˈvɾa.se/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μάλε βράσε ουδέτερο άκλιτο
- (προφορικό) η ανακατωσούρα, η αναταραχή
- ↪ έγινε το μάλε βράσε
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μάλε βράσε
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ μάλε-βράσε - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ μαλιοβράσι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας