μαγνητική

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μαγνητική οι μαγνητικές
      γενική της μαγνητικής των μαγνητικών
    αιτιατική τη μαγνητική τις μαγνητικές
     κλητική μαγνητική μαγνητικές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
μαγνητική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου μαγνητικός (εννοείται του ουσιαστικό τομογραφία)
δείτε τον όρο μαγνητική ακτινογραφία

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ma.ɣni.tiˈci/

Ομώνυμα / Ομόηχα

[επεξεργασία]
μαγνητική εγκεφάλου

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μαγνητική θηλυκό

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

μαγνητική