μακροπερίοδος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μακροπερίοδος < ελληνιστική κοινή μακροπερίοδος
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
- μακροπερίοδος, -η, ο
- (για προφορικό ή γραπτό λόγο) με πολύ μεγάλες, μακρές περιόδους
- το κείμενό σου είναι μακροπερίοδο· βάλε καμιά τελεία
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
- μακροπερίοδος, -ος, -ον
- (όπως στη νέα ελληνική) μακροπερίοδος, που κάνει μεγάλες περιόδους
Συγγενικά[επεξεργασία]
- μακροπεριοδεύτως
- → δείτε τη λέξη μακρός, περίοδος
Κλίση[επεξεργασία]
Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ μακροπερίοδος | τὸ μακροπερίοδον | οἱ, αἱ μακροπερίοδοι | τὰ μακροπερίοδα |
Γενική | τοῦ, τῆς μακροπεριόδου | τοῦ μακροπεριόδου | τῶν μακροπεριόδων | τῶν μακροπεριόδων |
Δοτική | τῷ, τῇ μακροπεριόδῳ | τῷ μακροπεριόδῳ | τοῖς, ταῖς μακροπεριόδοις | τοῖς μακροπεριόδοις |
Αιτιατική | τὸν, τὴν μακροπερίοδον | τὸ μακροπερίοδον | τοὺς, τὰς μακροπεριόδους | τὰ μακροπερίοδα |
Κλητική | μακροπερίοδε | μακροπερίοδον | μακροπερίοδοι | μακροπερίοδα |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | μακροπεριόδω | |||
Γενική-Δοτική | μακροπεριόδοιν |
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Επίθετα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)