μαρμαρωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μαρμαρωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου μαρμαρώνω
Μετοχή[επεξεργασία]
μαρμαρωμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη μαρμαρώνω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μαρμαρωμένος
|