μεγαλοϊδεάτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μεγαλοϊδεάτης < Μεγάλη Ιδέα + -άτης
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μεγαλοϊδεάτης αρσενικό (θηλυκό: μεγαλοϊδεάτισσα)
- που πιστεύει στη Μεγάλη Ιδέα, οπαδός της Μεγάλης Ιδέας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μεγαλοϊδεάτης
|