μεγαλοϊδεατικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μεγαλοϊδεατικός < Μεγάλη Ιδέα + -τικός
Επίθετο[επεξεργασία]
μεγαλοϊδεατικός
- που έχει σχέση με τη Μεγάλη Ιδέα, με τον μεγαλοϊδεατισμό, ή αναφέρεται σ' αυτά
- ※ Ως μαθητές του καιρού εκείνου, δικαιούμασταν μια ελαφρά έως βαρύτατη σύγχυση γύρω απ' τα εθνικά και τα εν γένει μεγαλοϊδεατικά θέματα. (Γιάννης Ξανθούλης (2008) Κωνσταντινούπολη των ασεβών μου φόβων [μυθιστόρημα])
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις Μεγάλη Ιδέα, μεγάλος και ιδέα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μεγαλοϊδεατικός
|