μελάμπυγος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
μελάμπυγος, -ος, -ον
- αυτός που έχει μαύρα, ή τριχωτά οπίσθια, σημάδι δύναμης και ανδρείας
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Λυσιαστράτη, στίχ. 802 (801-804)
- καὶ Μυρωνίδης γὰρ ἦν | τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυ-|γός τε τοῖς ἐχθροῖς ἐπᾴσσειν· | ὣς δὲ καὶ Φορμίων.
- Πιο πολλά ᾽χε ο Μυρωνίδης, | ο μαυρόκωλος. Οι οχτροί, | όντας είδαν τόσες τρίχες, φοβηθήκανε. | Όμοιος ήταν κι ο Φορμίων ο καπετάνιος.
- Μετάφραση (1965): Κώστας Βάρναλης, Αθήνα: Κέδρος @greek‑language.gr
- καὶ Μυρωνίδης γὰρ ἦν | τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυ-|γός τε τοῖς ἐχθροῖς ἐπᾴσσειν· | ὣς δὲ καὶ Φορμίων.
- ≠ αντώνυμα: λευκόπυγος
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Λυσιαστράτη, στίχ. 802 (801-804)
- (ως ουσιαστικό, πτηνό) είδος αετού
- (το αρσενικό ως ουσιαστικό) προσωνυμία του Ηρακλέους
Παροιμίες[επεξεργασία]
- μὴ μελαμπύγου τύχῃς: πρόσεξε μην βρεις κανέναν ισχυρότερο και πιο ανδρείο από σένα
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἀρχίλοχος, Απόσπασμα 110 @perseus.tufts.edu, @google.books, @scaife.perseus
Πηγές[επεξεργασία]
- μελάμπυγος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Επίθετα με κλίση όπως το 'δύσκολος' (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'δύσκολος' (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα μελάμ- (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Επίθετα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Αριστοφάνη (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Πτηνά (αρχαία ελληνικά)
- Ζώα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Αρχίλοχο (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)