μικροβιολογικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μικροβιολογικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική microbiologique < microbiologie < αρχαία ελληνική μικρός + βίος + λέγω. Μορφολογικά αναλύεται σε μικροβιολογ(ία) + -ικός
Επίθετο
[επεξεργασία]μικροβιολογικός, -ή, -ό
- (ιατρική) που έχει σχέση με τη μικροβιολογία ή το μικροβιολόγο ή αναφέρεται σ’ αυτά
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις μικροβιολόγος, μικρόβιο και λέγω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μικροβιολογικός
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ικός (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)