μοντέρνος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μοντέρνος < (άμεσο δάνειο) ιταλική moderno < λατινική modernus < modus (μέτρο) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *med-
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /moˈdeɾ.nos/ αρσενικό
Επίθετο[επεξεργασία]
μοντέρνος, -α, -ο
- που έχει τα χαρακτηριστικά του παρόντος, που τείνει προς το σύγχρονο και την καινοτομία και που αποφεύγει την παράδοση
- (για ανθρώπους) που έχει σύγχρονες αντιλήψεις και υιοθετετεί τις τάσεις της εποχής του
- (ειδικότερα) που παρακολουθεί τη μόδα κι ακολουθεί το ρεύμα του συρμού
Συγγενικά[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
- εκμοντερνισμός
- μεταμοντερνισμός
- μεταμοντερνιστής / μεταμοντερνίστρια
- μεταμοντερνιστικά
- μεταμοντερνιστικός
- μεταμοντέρνος
- υπερμοντέρνος
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)