μωροπίστευτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μωροπίστευτος < μωρόπιστος με προσαρμογή στη δημοτική.[1] μωρ(ός) + -ο- + πιστεύω + -τος (→ δείτε πιστευτός)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /mo.ɾoˈpi.ste.ftos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μω‐ρο‐πί‐στευ‐τος
Επίθετο[επεξεργασία]
μωροπίστευτος, -η, -ο
- άλλη μορφή του μωρόπιστος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μωροπίστευτος
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .