νημερτής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / νημερτής τὸ νημερτές
      γενική τοῦ/τῆς νημερτοῦς τοῦ νημερτοῦς
      δοτική τῷ/τῇ νημερτεῖ τῷ νημερτεῖ
    αιτιατική τὸν/τὴν νημερτ τὸ νημερτές
     κλητική ! νημερτές νημερτές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ νημερτεῖς τὰ νημερτ
      γενική τῶν νημερτῶν τῶν νημερτῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς νημερτέσ(ν) τοῖς νημερτέσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς νημερτεῖς τὰ νημερτ
     κλητική ! νημερτεῖς νημερτ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ νημερτεῖ τὼ νημερτεῖ
      γεν-δοτ τοῖν νημερτοῖν τοῖν νημερτοῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

νημερτής < νη- + ἁμαρτάνω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Επίθετο[επεξεργασία]

νημερτής, -ής, -ές

  1. αλάνθαστος, αψευδής, χωρίς λάθος (→ δείτε τη λέξη ἁμάρτημα)
  2. (κατ' επέκταση) αληθινός, σωστός, που ισχύει

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]