ξαγκιστρωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ξαγκιστρωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ξαγκιστρώνω
Μετοχή
[επεξεργασία]ξαγκιστρωμένος, -η, -ο
- που έχει ξαγκιστρωθεί, ελευθερωθεί,
- η ξαγκιστρωμένη άγκυρα
- που έχει απαγκιστρωθεί
- το ξαγκιστρωμένο' ψάρι
- → δείτε τη λέξη ξαγκιστρώνω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] για την άγκυρα