ξακουσμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ξακουσμένος < μεσαιωνική ελληνική ξακουσμένος < ἐξακουσμένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του αρχαίου ἐξακούω "ακούω απο μακριά"[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ksa.kuˈzme.nos/
Μετοχή
[επεξεργασία]ξακουσμένος, -η, -ο
- γνωστός σε πάρα πολλούς ανθρώπους
- Ὁ παπᾶς αὐτὸς ἦταν ξακουσμένος γιὰ τὸ μνημονικό του, γιατὶ γνώριζε ἀπ' ἔξω ὅλα τὰ βιβλία τῆς ἐκκλησιᾶς: Βαγγέλιο, Ἀπόστολο, Ψαλτήρι, Χτωήχι, Ρολόγι, Τριῴδι, Πεντηκοστάρι καὶ ὅλα τὰ γράμματα τῶν γιορτῶν, πὤχουν τὰ Μηναῖα. (Χρήστος Χρηστοβασίλης, Ο ξενιτεμένος)
Ταυτόσημο
[επεξεργασία]Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη ακούω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ ξακουσμένος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας