ξεκάλτσωτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ξεκάλτσωτος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
[επεξεργασία]ξεκάλτσωτος, -η, -ο
- που δε φοράει κάλτσες
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ξεκάλτσωτος
|