οιδηματώδης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /i.ði.maˈto.ðis/
Επίθετο
[επεξεργασία]οιδηματώδης, -ης, -ες
- που έχει τα χαρακτηριστικά του οιδήματος