οινολογικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- οινολογικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
[επεξεργασία]οινολογικός
- σχετικός με την οινολογία
- οινολογικός και γευσιγνωστικός τουρισμός
- οινολογικός εξοπλισμός
- οινολογικές εργασίες
- η οινολογική αξία των διαφόρων ποικιλιών
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] οινολογικός