ολόγυμνος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ολόγυμνος ολό- (: πλήρως) + γυμνός
Επίθετο[επεξεργασία]
ολόγυμνος, -η, -ο (χωρίς παραθετικά)
- (επιτατικό επίθετο) αυτός που είναι εντελώς γυμνός, που δε φοράει κανένα απολύτως ρούχο