ομοιοπολικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ομοιοπολικός < όμοιος + -ο- + πολικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική homœopolar / homoeopolar / homeopolar)
Επίθετο
[επεξεργασία]ομοιοπολικός, -ή, -ό
- (χημεία) δεσμός μεταξύ ατόμων με ίσο σθένος που σχηματίζεται με αμοιβαία συνεισφορά ηλεκτρονίων
Συγγενικά
[επεξεργασία]Συνώνυμα
[επεξεργασία]Αντώνυμα
[επεξεργασία]Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ομοιοπολικός