ορέγομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ορέγομαι < αρχαία ελληνική ὀρέγομαι, παθητική φωνή του ρήματος ὀρέγω

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /oˈɾe.ɣo.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ο‐ρέ‐γο‐μαι

ορέγομαι, π.πρτ.: ορεγόμουν, π.αόρ.: ορέχτηκα (αποθετικό ρήμα) και ορέγω

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]