όρεξη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ὄρεξις
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η όρεξη οι ορέξεις
      γενική της όρεξης* των ορέξεων
    αιτιατική την όρεξη τις ορέξεις
     κλητική όρεξη ορέξεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ορέξεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
όρεξη < αρχαία ελληνική ὄρεξις

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈo.ɾe.ksi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ό‐ρε‐ξη

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

όρεξη θηλυκό

  1. η επιθυμία για φαγητό
  2. η επιθυμία να κάνει κάτι ή να ασχοληθεί με κάτι κανείς
    έχει όρεξη για διάβασμα

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]