πανηπειρωτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πανηπειρωτικός < παν- + ηπειρωτικός
Επίθετο
[επεξεργασία]πανηπειρωτικός
- ο σχετικός με ολόκληρη την Ήπειρο, ή με όλα τα μέρη της Ηπείρου
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πανηπειρωτικός
|