παράγωγος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: παραγωγός

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /pa.ɾaˈɣo.ɣos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πα‐ρά‐γω‐γος
τονικό παρώνυμο: παραγωγός

Ετυμολογία 1

[επεξεργασία]
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παράγωγος η παράγωγη το παράγωγο
      γενική του παράγωγου της παράγωγης του παράγωγου
    αιτιατική τον παράγωγο την παράγωγη το παράγωγο
     κλητική παράγωγε παράγωγη παράγωγο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παράγωγοι οι παράγωγες τα παράγωγα
      γενική των παράγωγων των παράγωγων των παράγωγων
    αιτιατική τους παράγωγους τις παράγωγες τα παράγωγα
     κλητική παράγωγοι παράγωγες παράγωγα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
παράγωγος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παράγωγος (που μπορεί να μετακινηθεί) [1]
για σύγχρονους όρους < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική produit

Επίθετο

[επεξεργασία]

παράγωγος, -η, ο

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη παράγω

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2

[επεξεργασία]
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παράγωγος οι παράγωγοι
      γενική της παραγώγου των παραγώγων
    αιτιατική την παράγωγο τις παραγώγους
     κλητική παράγωγε παράγωγοι
Κατηγορία όπως «άμπελος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
παράγωγος < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου παράγωγος (στον αρχαίο τύπο: η παράγωγος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

παράγωγος θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]



→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / παράγωγος τὸ παράγωγον
      γενική τοῦ/τῆς παραγώγου τοῦ παραγώγου
      δοτική τῷ/τῇ παραγώγ τῷ παραγώγ
    αιτιατική τὸν/τὴν παράγωγον τὸ παράγωγον
     κλητική ! παράγωγε παράγωγον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ παράγωγοι τὰ παράγωγ
      γενική τῶν παραγώγων τῶν παραγώγων
      δοτική τοῖς/ταῖς παραγώγοις τοῖς παραγώγοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς παραγώγους τὰ παράγωγ
     κλητική ! παράγωγοι παράγωγ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ παραγώγω τὼ παραγώγω
      γεν-δοτ τοῖν παραγώγοιν τοῖν παραγώγοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
παράγωγος < παράγ(ω) + -ος

Επίθετο

[επεξεργασία]

παράγωγος, -ος, ον

  1. ευκίνητος, μετακινούμενος
  2. που παράγεται από κάτι άλλο
  3. ελληνιστική σημασία , γραμματική, για λέξη) παράγωγη λέξη

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη παράγω