παραδίδωμι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
παραδίδωμι < παρα- + δίδωμι

παραδίδωμι

  1. παραδίδω κάτι σε κάποιον
  2. παραδίδω πόλη ή πρόσωπο στη δικαιοδοσία άλλου
  3. παραδίδω κάποιον στη δικαιοσύνη
  4. παραδίδω κάτι στις επόμενες γενιές, μεταβιβάζω σε αυτές κάτι που αποτελεί παράδοση
  5. παραδίδω, διδάσκω
  6. επιτρέπω
  7. εμπιστεύομαι
  8. παραχωρώ
  9. προσφέρω
  10. επιτρέπω

Συγγενικά

[επεξεργασία]