παρεστιγμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παρεστιγμένος < → λείπει η ετυμολογία
Μετοχή
[επεξεργασία]παρεστιγμένος
- (μουσική) αυξημένος κατά το μισό της αξίας του
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] παρεστιγμένος
|