πατουλίνη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πατουλίνη < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική patulin < λατινική patulum
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pa.tuˈli.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐του‐λί‐νη
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πατουλίνη θηλυκό
- (βιολογία, χημεία) μυκοτοξίνη παραγόμενη από μύκητες που σχετίζονται με τη σήψη φρούτων (μήλα, αχλάδια, ροδάκινα κ.λπ.)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Patulin στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νίκη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Βιολογία (νέα ελληνικά)
- Χημεία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)