πατουλίνη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πατουλίνη οι πατουλίνες
      γενική της πατουλίνης των πατουλινών
    αιτιατική την πατουλίνη τις πατουλίνες
     κλητική πατουλίνη πατουλίνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πατουλίνη < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική patulin < λατινική patulum

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pa.tuˈli.ni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πα‐του‐λί‐νη

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πατουλίνη θηλυκό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  • Patulin στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις[επεξεργασία]