πεζολογικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πεζολογικός < πεζολογ(ία) + -ικός
Επίθετο
[επεξεργασία]πεζολογικός, -ή, -ό
- (λογοτεχνία) σχετικός με την πεζολογία
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πεζολογικός
|