πεντακοσάρι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πεντακοσάρι | τα | πεντακοσάρια |
γενική | του | πεντακοσαριού | των | πεντακοσαριών |
αιτιατική | το | πεντακοσάρι | τα | πεντακοσάρια |
κλητική | πεντακοσάρι | πεντακοσάρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πεντακοσάρι < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πεντακοσάρι ουδέτερο
- χαρτονόμισμα πεντακοσίων μονάδων
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πεντακοσάρι
→ δείτε τη λέξη πεντακοσάρικο |