πλεονέκτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πλεονέκτης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πλεονέκτης
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ple.oˈne.ktis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πλε‐ο‐νέ‐κτης
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πλεονέκτης αρσενικό (θηλυκό πλεονέκτρια & πλεονέκτρα)
- που δεν είναι ικανοποιημένος με αυτά που έχει και επιθυμεί συνεχώς και περισσότερα, άπληστος, αχόρταγος
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- πλεονέχτης (προφορικό, σπάνιο)
Συγγενικά[επεξεργασία]
με πλεονεκ-, πλεονεξ-, πλεονεκτ-
→ και δείτε πλέον
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πλεονέκτης
Πηγές[επεξεργασία]
- πλεονέκτης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- πλεονέκτης - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | πλεονέκτης | οἱ | πλεονέκται |
γενική | τοῦ | πλεονέκτου | τῶν | πλεονεκτῶν |
δοτική | τῷ | πλεονέκτῃ | τοῖς | πλεονέκταις |
αιτιατική | τὸν | πλεονέκτην | τοὺς | πλεονέκτᾱς |
κλητική ὦ! | πλεονέκτᾰ | πλεονέκται | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πλεονέκτᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | πλεονέκταιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πλεονέκτης < πλέον + εκ- (< ἔχω, εχ > εκ-) + -της (όπως παρόμοια λέγω - λέκτης, ψέγω - ψέκτης)
- Η οικογένεια με σημασία της έκφρασης πλέον ἔχειν: πλεονέκτης - πλεονεξία - πλεονεκτέω, περιγράφεται ως εξής
- Παραβάλετε εὖ ἔχω - εὐέκτης - εὐεξία - εὐεκτέω
και κακῶς έχω - καχέκτης - καχεξία - καχεκτέω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πλεονέκτης, -ου αρσενικό
- αυτός που έχει περισσότερα
- ≈ συνώνυμα: ὁ πλέον ἔχων
- αυτός που επιθυμεί περισσότερα όπως πλεονέκτης, άπληστος
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 1, 40.1
- Ὡς μὲν οὖν αὐτοί τε μετὰ προσηκόντων ἐγκλημάτων ἐρχόμεθα καὶ οἵδε βίαιοι καὶ πλεονέκται εἰσὶ δεδήλωται·
- Αποδείχτηκε, λοιπόν, ότι εμείς έχομε βάσιμα παράπονα, ενώ εκείνοι είναι βίαιοι και πλεονέκτες.
- Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
- Ὡς μὲν οὖν αὐτοί τε μετὰ προσηκόντων ἐγκλημάτων ἐρχόμεθα καὶ οἵδε βίαιοι καὶ πλεονέκται εἰσὶ δεδήλωται·
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἰσοκράτης, Παναθηναϊκός, 241
- Οἷός περ ὁ λόγος ὁ διαναγνωσθείς ἐστιν, ἐν ᾧ πεποίηκας τοὺς μὲν σοὺς προγόνους εἰρηνικοὺς καὶ φιλέλληνας καὶ τῆς ἰσότητος τῆς ἐν ταῖς πολιτείαις ἡγεμόνας, Σπαρτιάτας δ᾽ ὑπεροπτικοὺς καὶ πολεμικοὺς καὶ πλεονέκτας, οἵους περ αὐτοὺς εἶναι πάντες ὑπειλήφασιν.
- Τέτοιος ακριβώς είναι ο λόγος που μας διαβάστηκε πριν από λίγο, στον οποίο έχεις παραστήσει τους προγόνους σου ειρηνικούς, φιλέλληνες και πρωτοπόρους της πολιτικής ισότητας, ενώ τους Σπαρτιάτες υπερόπτες, φιλοπόλεμους και άπληστους, τέτοιους ακριβώς που όλοι έχουν την εντύπωση ότι αυτοί είναι.
- Μετάφραση (2012): Αθανάσιος.Ι. Γιαγκόπουλος - Ζ.Ε Μαλαθούνη, Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας @greek‑language.gr
- Οἷός περ ὁ λόγος ὁ διαναγνωσθείς ἐστιν, ἐν ᾧ πεποίηκας τοὺς μὲν σοὺς προγόνους εἰρηνικοὺς καὶ φιλέλληνας καὶ τῆς ἰσότητος τῆς ἐν ταῖς πολιτείαις ἡγεμόνας, Σπαρτιάτας δ᾽ ὑπεροπτικοὺς καὶ πολεμικοὺς καὶ πλεονέκτας, οἵους περ αὐτοὺς εἶναι πάντες ὑπειλήφασιν.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 1, 40.1
- υπερόπτης, αλαζόνας
- που κερδίζει από τα λάθη και τις αποτυχίες των αντιπάλων του
Συγγενικά[επεξεργασία]
με πλεονεκ-, πλεονεκτ-
→ δείτε και τη λέξη πλέον για το ετυμολογικό πεδίο' πλεον- πλειο- & ἔχω
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ πλείων σελ.913 - Chantraine, Pierre Dictionnaire étymologique de la langue grecque. (DELG) [Ετυμολογικό λεξικό της αρχαίας ελληνικής] (στα γαλλικά) Παρίσι: Klincksieck, 1968, Τόμοι 1-4.
- ↑ πλεονέκτης (& ετυμολογική οικογένεια) - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ πλεονεκτέω < πλέον + -έκ -της - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- ↑ πλείων - Frisk, Hjalmar (Σουηδός), Griechisches etymologisches Wörterbuch (γερμανικά), Heidelberg: Carl Winter (1954–1972), 1960–1972
- ↑ πλείων σελ. 1206 - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές[επεξεργασία]
- πλεονέκτης - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πλεονέκτης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναύτης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως η ομάδα 'στρατιώτης' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'τοξότης' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τοξότης' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως τα -ης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -της (νέα ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Θουκυδίδη (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Ισοκράτη (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)