πλοκή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πλοκή | οι | πλοκές |
γενική | της | πλοκής | των | πλοκών |
αιτιατική | την | πλοκή | τις | πλοκές |
κλητική | πλοκή | πλοκές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πλοκή < αρχαία ελληνική < πλέκω
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πλοκή θηλυκό
- (λογοτεχνία) η εξέλιξη του μύθου σε ένα αφηγηματικό ή δραματικό έργο