trame

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
trame < λατινική trama

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /tʁam/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
trame trames

trame (fr) θηλυκό

  1. η πλοκή
  2. ο ειρμός