πολλαπλός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πολλαπλός < αρχαία ελληνική πολλαπλοῦς < πολύς
Επίθετο[επεξεργασία]
πολλαπλός, -ή, -ό
- κάποιος ή κάτι που έχει πολλές χρήσεις
Συγγενικά[επεξεργασία]
- πολλαπλάσια
- πολλαπλασιάζω
- πολλαπλασιασμός
- πολλαπλασιαστέος
- πολλαπλασιαστής
- πολλαπλασιαστικός
- πολλαπλάσιο
- πολλαπλάσιος
- πολλαπλότητα
- πολλαπλώς