πολωνέζικος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πολωνέζικος < Πολωνέζ(ος) + -ικος
Επίθετο
[επεξεργασία]πολωνέζικος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη πολωνικός
πολωνέζικος, -η, -ο