πριμιτιβιστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πριμιτιβιστικός < πριμιτιβιστής + -ικός < αγγλική primitivist < λατινική primitivus < primus
Επίθετο
[επεξεργασία]πριμιτιβιστικός
- (ζωγραφική, τέχνη) που έχει σχέση με τον πριμιτιβισμό ή αναφέρεται σ’ αυτόν
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πριμιτιβιστικός
|
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ικός (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ζωγραφική (νέα ελληνικά)
- Τέχνες (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)