προπαιδευτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προπαιδευτικός < προπαιδεύω + -τικός
Επίθετο[επεξεργασία]
προπαιδευτικός
- που έχει σχέση με την προπαίδευση ή την προπαιδεία ή αναφέρεται σ’ αυτές
Συγγενικά[επεξεργασία]
- προπαιδευτικά
- → δείτε τις λέξεις προπαιδεύω, παιδεύω και παιδί
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προπαιδευτικός