προπληρώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
προπληρώνω < προ- + πληρώνω (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική prépayer)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /pɾo.pliˈɾo.no/

προπληρώνω (παθητική φωνή: προπληρώνομαι)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]