προδίδωμι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
προδίδωμι < πρό + δίδωμι

προδίδωμι (μέση φωνή: προδίδομαι)

  1. προπληρώνω, δίνω εκ των προτέρων
  2. παραδίδω στον εχθρό
  3. εγκαταλείπω στην τύχη του,
  4. φανερώνω κάτι που δεν θα έπρεπε, προδίδω μυστικό, αποδεικνύομαι άπιστος
  5. (παθητικό) προδίδομαι, εγκαταλείπομαι

Συγγενικά

[επεξεργασία]