ραδιοπυρηνικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ραδιοπυρηνικός < ραδιενέργεια + -ο- + πυρηνικός
Επίθετο[επεξεργασία]
ραδιοπυρηνικός
- (νεολογισμός) που έχει σχέση με ραδιενεργούς ή πυρηνικούς παράγοντες ή αναφέρεται σ’ αυτούς
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις ραδιενέργεια και πυρήνας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ραδιοπυρηνικός
|