ρακοσυλλέκτρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ρακοσυλλέκτρια < ρακοσυλλέκτης + -τρια
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ρακοσυλλέκτρια θηλυκό
- (επάγγελμα) θηλυκό του ρακοσυλλέκτης
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ρακοσυλλέκτρια