σαλός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | σαλός | η | σαλή | το | σαλό |
γενική | του | σαλού | της | σαλής | του | σαλού |
αιτιατική | τον | σαλό | τη | σαλή | το | σαλό |
κλητική | σαλέ | σαλή | σαλό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | σαλοί | οι | σαλές | τα | σαλά |
γενική | των | σαλών | των | σαλών | των | σαλών |
αιτιατική | τους | σαλούς | τις | σαλές | τα | σαλά |
κλητική | σαλοί | σαλές | σαλά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σαλός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
[επεξεργασία]σαλός
- που έχει σαλεμένο μυαλό
- ο κατά Χριστόν σαλός