σανσκριτική

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σανσκριτική < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σανσκριτική θηλυκό

  • ...

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

σανσκριτική

Ομώνυμα / Ομόηχα

[επεξεργασία]