σετάρω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σετάρω < (άμεσο δάνειο) αγγλική set + -άρω
Ρήμα
[επεξεργασία]σετάρω, αόρ.: σετάρισα, παθ.φωνή: σετάρομαι, π.αόρ.: σεταρίστηκα, μτχ.π.π.: σεταρισμένος
- (πληροφορική, ανεπίσημο) προσαρμόζω και εγκαθιστώ