σκαληνός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | σκαληνός | η | σκαληνή | το | σκαληνό |
γενική | του | σκαληνού | της | σκαληνής | του | σκαληνού |
αιτιατική | τον | σκαληνό | τη | σκαληνή | το | σκαληνό |
κλητική | σκαληνέ | σκαληνή | σκαληνό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | σκαληνοί | οι | σκαληνές | τα | σκαληνά |
γενική | των | σκαληνών | των | σκαληνών | των | σκαληνών |
αιτιατική | τους | σκαληνούς | τις | σκαληνές | τα | σκαληνά |
κλητική | σκαληνοί | σκαληνές | σκαληνά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σκαληνός < αρχαία ελληνική σκαληνός
Επίθετο
[επεξεργασία]σκαληνός
- που έχει ακανόνιστα τμήματα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σκαληνός < σκάλλω
Επίθετο
[επεξεργασία]σκαληνός