σκανδαλοθηρικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]σκανδαλοθηρικός
- σχετικός με τη σκανδαλοθηρία, την επίμονη αναζήτηση σκανδάλων για τη δημοσιογραφική κυρίως εκμετάλλευσή τους